Η ιστορία του Πολεμικού Ναυτικού από το 1831 έως το 1910

Η ιστορία του στόλου του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους αρχίζει το 1828. Όταν ο Καποδίστριας ανέλαβε Κυβερνήτης της απελευθερωμένης Ελλάδας, ο ελληνικός στόλος αριθμούσε λίγα πλοία, παλαίμαχα του αγώνα της ανεξαρτησίας. Πρώτος Υπουργός Ναυτικών διετέλεσε ο Ναύαρχος Κωνσταντίνος Κανάρης. Το ισχυρότερο πλοίο του στόλου της εποχής, η φρεγάτα «ΕΛΛΑΣ», είχε ναυπηγηθεί στην Αμερική κατά τα τελευταία χρόνια της Επανάστασης πυρπολήθηκε όμως από το Ναύαρχο Α. Μιαούλη στον Πόρο κατά την αποστασία των Υδραίων (1831).

Με την κάθοδο του Όθωνα στην Ελλάδα, το 1832, ο πολεμικός στόλος περιλάμβανε μια κορβέτα, μία γαβάρα, τρία μπρίκια, έξι γολέτες, δύο κανονιοφόρους, δύο ατμόπλοια και μερικά ακόμη μικρά κότερα. Ο ναύσταθμος είχε εγκατασταθεί από την εποχή του Καποδίστρια στον Πόρο και επικεφαλής του ναυτικού Διευθυντηρίου ήταν ο Ανδρέας Μιαούλης. Παρά τα περιορισμένα μέσα της εποχής, ξεκίνησε η ναυπήγηση σειράς καινούριων πλοίων στον ίδιο το ναύσταθμο ενώ, παράλληλα, τα παλαιά πλοία σταδιακά αποσύρονταν. Επίσης, καταβάλλονταν συνεχείς προσπάθειες για τη μόρφωση των αξιωματικών : οι νέοι που προορίζονταν για δόκιμοι εκπαιδεύονταν αρχικά στη στρατιωτική σχολή των Ευελπίδων και στη συνέχεια μετατάσσονταν στο Ναυτικό, καθώς δεν υπήρχε ακόμα ναυτική σχολή. Η πρώτη ναυτική σχολή ιδρύθηκε το 1846 πάνω στην κορβέτα «ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ» και διευθυντής της ορίστηκε ο Λεωνίδας Παλάσκας. Η ελλιπής εκπαίδευση των αξιωματικών στην Ελλάδα, η σύγκρουση των φορέων του νέου πνεύματος στη ναυτική τέχνη, που έφερναν όσοι κατόρθωναν να εκπαιδευτούν στο εξωτερικό, κυρίως στη Γαλλία και την Αγγλία, με την παλαιά παράδοση των έμπειρων θαλασσομάχων του Αγώνα, καθώς και οι εθνικές περιπέτειες της εποχής συντέλεσαν στην περιορισμένη και σε σαθρές βάσεις οργανωμένη δράση του ναυτικού, που αρκούνταν σε κρατικές μεταφορές, στην αστυνόμευση της θάλασσας και την καταδίωξη της πειρατείας.

Αργότερα, ο στόλος ενισχύθηκε με περισσότερα πλοία και το 1855 παραγγέλθηκαν τα πρώτα σιδερένια ελικοκίνητα πλοία από την Αγγλία, οι ατμοημιολίες «ΠΑΝΟΠΗ», «ΠΛΗΞΑΥΡΑ», «ΑΦΡΟΕΣΣΑ» και «ΣΦΕΝΔΟΝΗ».

Κατά την Κρητική Επανάσταση (1866) τα πλοία του στόλου βρέθηκαν ανέτοιμα να κατορθώσουν κάτι το αξιόλογο. Η αποτυχία αυτή αφύπνισε τους ιθύνοντες και απέδειξε την ορθότητα του δόγματος ότι «το ναυτικόν, απαραίτητον όπλον δια την Ελλάδα, δια τον πόλεμο μόνον πρέπει να παρασκευάζηται και εις αυτόν μόνον να αποβλέπη». Έτσι, ο στόλος ενισχύθηκε με νέα και μεγαλύτερα πλοία, ενώ από το 1885 με τη χρήση του σιδήρου στη ναυπηγία, την καθολική εφαρμογή του ατμού, την αυλάκωση των πυροβόλων, τη θωράκιση των πλοίων και την εμφάνιση της τορπίλης η όψη του ναυτικού άλλαξε και σημειώθηκε σταθμός στην εξέλιξη του. Εν τω μεταξύ, από το 1878, λόγω του Ρωσσοτουρκικού πολέμου και για λόγους ασφαλείας, ο ναύσταθμος είχε εγκατασταθεί στην περιοχή της Φανερωμένης της Σαλαμίνας και λίγα χρόνια μετά μεταφέρθηκε στη θέση Αράπης, όπου βρίσκεται και σήμερα. Παράλληλα, ιδρύθηκε η Ναυτική Σχολή Δοκίμων με τη φωτισμένη διεύθυνση του Ηλία Κανελλόπουλου, ενώ αποστολή από τη Γαλλία, υπό το Ναύαρχο Λεζέν, έθεσε τις πρώτες επιστημονικές βάσεις για την οργάνωση του ναυτικού και τη μεθοδική εκπαίδευση του κατώτερου προσωπικού : καθιερώθηκε η υπηρεσία των κληρωτών, η εκπαίδευση των οποίων γινόταν στα παλαιά κτίρια του ναυστάθμου του Πόρου, και το κέντρο ονομάστηκε Κεντρικόν Προγυμναστήριον.

Κατά την πρωθυπουργία του Χ. Τρικούπη, το 1889, ο στόλος ενισχύθηκε περαιτέρω με την παραγγελία των θωρηκτών «ΥΔΡΑ», «ΣΠΕΤΣΑΙ» και «ΨΑΡΑ» από την Γαλλία. Έτσι η Ελλάδα αντιμετώπισε τον αποδυναμωμένο Τουρκικό στόλο στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, εξασφαλίζοντας την κυριαρχία στο Αιγαίο, αδυνατώντας όμως να επιδράσει αποτελεσματικότερα στην έκβαση του πολέμου που οδήγησε σε εθνική ταπείνωση. Μετά τον πόλεμο του 1897, ο τουρκικός στόλος ενισχύθηκε και το 1909, σε απάντηση της ενίσχυσης αυτής, μεταξύ άλλων, αγοράστηκε από την Ιταλία το υπό κατασκευή θωρηκτό καταδρομικό «Γ. ΑΒΕΡΩΦ». Το 1907 ιδρύθηκε το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού με πρώτο Αρχηγό τον Ναύαρχο Κουντουριώτη. Το 1910 μετακλήθηκε αγγλική αποστολή, με πρόεδρο το Ναύαρχο Τόφνελ, με σκοπό την αρτιότερη οργάνωση και εκπαίδευση του ναυτικού η επιτροπή συντέλεσε αποφασιστικά για την υιοθέτηση των τρόπων και των μεθόδων της αγγλικής διοίκησης, εκπαίδευσης και οργάνωσης, και ιδιαίτερα στους τομείς της στρατηγικής τακτικής και στη σήμανση.

Πηγή: Πολεμικό Ναυτικό


Δημοσιεύτηκε

σε

,

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *