Σαν σήμερα, 26 Μαρτίου 2012, o Καναδός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός ταινιών Τζέιμς Κάμερον καταδύθηκε στην Τάφρο των Μαριανών στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Ο διάσημος σκηνοθέτης έγινε ο πρώτος άνθρωπος που εξερεύνησε μόνος επί αρκετές ώρες το βαθύτερο σημείο του γήινου φλοιού, όπου ανακάλυψε ένα τοπίο «σεληνιακό και έρημο».
«Είναι ένα τοπίο σεληνιακό, μοναχικό, απομονωμένο», είχε δηλώσει σε δημοσιογράφους, λίγες ώρες μετά την επιστροφή του από την Τάφρο των Μαριάνων.
Ο Τζέιμς Κάμερον είχε χαρακτηριστεί από το National Geographic, το οποίο οργάνωσε την αποστολή Deepsea Challenger, ως το «πρώτο άτομο στον κόσμο που άγγιξε τον βυθό μόνο του στο βαθύτερο σημείο του γήινου φλοιού στο ρεκόρ των 10.898 μέτρων». Ο σκηνοθέτης έφερε στην επιφάνεια εικόνες και δείγματα για την «καλύτερη γνώση και κατανόηση αυτού του σε μεγάλο βαθμό άγνωστου μέρους του πλανήτη».
Μετά από μια άνοδο πιο γρήγορη από το αναμενόμενο, σε 70 λεπτά, το μίνι-υποβρύχιο του σκηνοθέτη, που βαπτίστηκε από την αποστολή «κάθετη τορπίλη», επέστρεψε στην επιφάνεια στις 02:00 GMT της Δευτέρας 26 Μαρτίου 2012, 500 μίλια νοτιοδυτικά του νησιού Γκουάμ των ΗΠΑ.
«Είχα την εντύπωση ότι περνούσα από έναν πλανήτη σε έναν άλλο και ότι επιστρέφω σε διάστημα μιας μόνο ημέρας», είχε πει ο Τζέιμς Κάμερον. Ο πυθμένας της Τάφρου των Μαριάνων, σε περισσότερα από 10 χλμ. βάθος είναι «γυμνός, είναι ένας παράξενος κόσμος».
«Είναι λίγο σαν να καταδύεσαι στο σκότος, είναι κάτι που ένα ρομπότ δεν μπορεί να περιγράψει», τόνισε ο Κάμερον.
Η Τάφρος των Μαριανών έχει προταθεί σαν σημείο διαχείρισης πυρηνικών αποβλήτων, όπου λόγω ειδικών γεωλογικών συνθηκών (βυθιζόμενες πλάκες) τα πυρηνικά απόβλητα θα εισχωρούσαν στον μανδύα της Γης. Παρότι το εγχείρημα αυτό είναι τεχνολογικά εφικτό, διεθνείς συνθήκες διαχείρισης πυρηνικών αποβλήτων απαγορεύουν την εφαρμογή του.
Το φυσικό περιβάλλον της τάφρου των Μαριανών εθεωρείτο παλαιότερα ως ακατάλληλο για να αναπτυχθούν μορφές ζωής. Τελικώς όμως, η νέα έρευνα των Δανών, Γερμανών, Βρετανών και Ιαπώνων επιστημόνων, με επικεφαλής τον καθηγητή Ρόνι Γκλουντ του πανεπιστημίου της Νότιας Δανίας, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό γεωεπιστημών «Nature Geoscience», σύμφωνα με το BBC και το «New Scientist», έρχεται να επιβεβαιώσει προηγούμενα στοιχεία ότι μια ποικιλία οργανισμών μπορούν να επιζήσουν στις ακραίες αυτές συνθήκες. Παγωμένη θερμοκρασία, πίεση 1.100 φορές μεγαλύτερη από εκείνη στην επιφάνεια της θάλασσας και πλήρες σκοτάδι διαμορφώνουν το γύρω περιβάλλον.
«Αυτά τα μικρόβια αναπνέουν όπως εμείς. Υπάρχει εντυπωσιακά μεγάλη ποσότητα τροφής εκεί κάτω και μάλιστα φρέσκια και πολύ θρεπτική», είχε αναφέρει ο ερευνητής δρ Ρόμπερτ Τούρνεβιτς.
Το 2010 οι επιστήμονες έστειλαν ένα μη επανδρωμένο ρομποτικό βαθυσκάφος βάρους 600 κιλών στην τεράστια υποθαλάσσια τάφρο, από όπου συνέλεξε δείγματα από το λασπωμένο ίζημα του βυθού σε βάθος έως 20 εκατοστών. Η μετέπειτα ανάλυση έδειξε μεγάλες ποσότητες οξυγόνου και ένα μεγάλο αριθμό μικροβίων. Κάθε κυβικό εκατοστό του ιζήματος του βυθού περιείχε γύρω στα 10 εκατ. μικρόβια.
Τα μικρόβια βρίσκουν στο βυθό της τάφρου των Μαριανών αφθονία νεκρής φυτικής και ζωικής ύλης, που καταβυθίζεται σιγά-σιγά από τα μικρότερα βάθη και αποσυντίθεται αργά όταν πια φθάσει στο βυθό και αρχίσει να μετατρέπεται σε ίζημα.